πολυκερδῆ

πολυκερδῆ
πολυκερδής
very crafty
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
πολυκερδής
very crafty
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
πολυκερδής
very crafty
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολυκερδής — ές, ΝΑ 1. αυτός που αποφέρει μεγάλο κέρδος 2. αυτός που κερδίζει πολλά αρχ. 1. πολύ πανούργος, πολυμήχανος («αἰὲν ἐνὶ στήθεσσι νόον πολυκέρδεα νωμῶν», Ομ. Οδ.). επίρρ... πολυκερδώς / πολυκερδῶς ΝΑ κατά τρόπο πολυκερδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * +… …   Dictionary of Greek

  • πολύκερδος — η, ο 1. αυτός που φέρνει πολύ κέρδος: Πολύκερδη δουλειά. 2. αυτός που κερδίζει πολλά, ο επιδέξιος στη δουλειά του. 3. μτφ., πονηρός, πανούργος, τετραπέρατος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”